σκορπίος

σκορπίος
I
(Αστρον.). Αστερισμός που βρίσκεται στο νότιο ημισφαίριο, ανάμεσα στο Ζυγό και στον Τοξότη. Αποτελείται από πολλά λαμπρά αστέρια, δεύτερου και τρίτου κυρίως μεγέθους, το σύνολο των οποίων σχηματίζει το σχήμα του σκορπιού. Το λαμπρότερο απ’ αυτά είναι πρώτου μεγέθους και ονομάζεται Αντάρης ή Καρδιά. Πολλά αστέρια του αστερισμού είναι διπλά. Στον αστερισμό υπάρχουν σημαντικά νεφελώματα και σμήνη αστεριών.
Παράσταση του αστερισμού του Σκορπιού, με πολλούς διπλούς και καινοφανείς αστέρες.
II
Μικρό νησί στα ανατολικά παράλια της Λευκάδας και στα βόρεια του Μεγανησιού (έκταση 5 τ. χλμ., 7 κάτ.). Έχει υψόμετρο 57 μ. και ακτές που σχηματίζουν μικρούς όρμους. Στα βορειοδυτικά περιβάλλεται από ρηχά νερά, που απλώνονται ως 450 μ. από τις ακτές. Διοικητικά υπάγεται στην κοινότητα Σπαρτοχωριού της Λευκάδας. Το νησί είναι ιδιοκτησία της εφοπλιστικής οικογένειας Ωνάση, μαζί με το μικρότερο νησί Σκορπίδι. Οι ιδιοκτήτες έχουν κάνει εκεί σημαντικές εγκαταστάσεις, ανάμεσα στις οποίες είναι το λιμάνι, χώρος προσγείωσης μικρών αεροπλάνων, διάφορα οικήματα καθώς επίσης πλουτίστηκαν και η πανίδα και η χλωρίδα του νησιού.
Το νησί Σκορπιός κοντά στη Λευκάδα.
* * *
ὁ, ΜΑ
βλ. σκορπιός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σκορπιός — σκορπιός, ο και σκροπιός, ο 1. είδος ζώου που ανήκει στα αραχνοειδή αρθρόποδα: Τον τσίμπησε σκορπιός. 2. είδος ψαριού. 3. είδος πολεμικής μηχανής των Ρωμαίων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σκορπιός — Σκορπιός, ο και Σκροπιός, ο αστερισμός του ζωδιακού κύκλου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκόρπιος, -ια, -ιο — και σκρόπιος, ια, ιο επίρρ. ια σκορπισμένος: Τα βιβλία τα είχε σκόρπια πάνω στο γραφείο του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκορπίος — scorpion masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκορπιός — I (Αστρον.). Αστερισμός που βρίσκεται στο νότιο ημισφαίριο, ανάμεσα στο Ζυγό και στον Τοξότη. Αποτελείται από πολλά λαμπρά αστέρια, δεύτερου και τρίτου κυρίως μεγέθους, το σύνολο των οποίων σχηματίζει το σχήμα του σκορπιού. Το λαμπρότερο απ’ αυτά …   Dictionary of Greek

  • σκόρπιος — I (Αστρον.). Αστερισμός που βρίσκεται στο νότιο ημισφαίριο, ανάμεσα στο Ζυγό και στον Τοξότη. Αποτελείται από πολλά λαμπρά αστέρια, δεύτερου και τρίτου κυρίως μεγέθους, το σύνολο των οποίων σχηματίζει το σχήμα του σκορπιού. Το λαμπρότερο απ’ αυτά …   Dictionary of Greek

  • Ὑπὸ παντὶ λίθῳ σκορπίος. — ὑπὸ παντὶ λίθῳ σκορπίος. См. Скорпионы …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • σκορπίε — σκορπίος scorpion masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκορπίοι — σκορπίος scorpion masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκορπίους — σκορπίος scorpion masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”